τιτρώσκω

τιτρώσκω
ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α
νεοελλ.
(μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις)
1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της»)
2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του»)
αρχ.
1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον... ἔτρωσεν αὐτόν», Αντιφ.)
2. (συν. σχετικά με πλοίο) α) προξενώ βλάβη, προξενώ ζημιές
β) (κατ' επέκτ.) καταστρέφω, αχρηστεύω («καὶ ἐπιδιώκοντες ὡς διὰ βραχείας ἔτρωσαν μὲν πολλὰς [τῶν νεῶν]», Θουκ.)
3. φονεύω, σκοτώνω
4. θραύω, σπάζω («τιτρώσκει δὲ τὸ ὠὸν τῇ προτέρᾳ ἤ ἐκλέπει», Αριστοτ.)
5. είμαι βλαβερός («οἶνός τε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει», Ομ. Οδ.)
6. συνουσιάζομαι
7. παθ. τιτρώσκομαι
ιατρ. (για γυναίκα) υφίσταμαι έκτρωση
8. φρ. «τιτρώσκω φόνον» — επιφέρω θανάσιμο τραύμα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τι-τρώ-σκω, με ενεστ. διπλασιασμό τι- και επίθημα -σκω (πρβλ. πι-πρά-σκω), έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη μορφή τερη- τής ρίζας *ter- «διαπερνώ, τρυπώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρον, τερηδών), με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν. Από το θ. τού ρ. τιτρώσκω, χωρίς διπλασιασμό και επίθημα -σκω, έχει σχηματιστεί ο επικ. ενεστ. τρώω και επίσης τα ρηματ. ονόματα τρῶσις (πρβλ. έκ-τρωσις), τρωτός, τρῶμα (πρβλ. έκ-τρωμα), ενώ ο αττ. τ. τραῦμα* έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. θραῦμα (< θραύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιτρώσκω — wound pres subj act 1st sg τιτρώσκω wound pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτρώσκετε — τιτρώσκω wound pres imperat act 2nd pl τιτρώσκω wound pres ind act 2nd pl τιτρώσκω wound imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτρώσκῃ — τιτρώσκω wound pres subj mp 2nd sg τιτρώσκω wound pres ind mp 2nd sg τιτρώσκω wound pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρῶσον — τιτρώσκω wound aor imperat act 2nd sg τιτρώσκω wound fut part act masc voc sg τιτρώσκω wound fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώσει — τιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg (epic) τιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg τιτρώσκω wound fut ind act 3rd sg τρῶσις wounding fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρώσεϊ , τρῶσις wounding fem dat sg (epic) τρῶσις wounding fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώσουσι — τιτρώσκω wound aor subj act 3rd pl (epic) τιτρώσκω wound fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τιτρώσκω wound fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώσουσιν — τιτρώσκω wound aor subj act 3rd pl (epic) τιτρώσκω wound fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τιτρώσκω wound fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώσω — τιτρώσκω wound aor subj act 1st sg τιτρώσκω wound fut ind act 1st sg τιτρώσκω wound aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώσῃ — τιτρώσκω wound aor subj mid 2nd sg τιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg τιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg τρώσηι , τρῶσις wounding fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρωμένον — τιτρώσκω wound perf part mp masc acc sg τιτρώσκω wound perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”